- αὐτούργημα
- αὐτούργημαa piece of one's own workneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτούργημα — αὐτούργημα, το (AM) [αυτουργώ] μσν. η κτηματική περιουσία αρχ. η πράξη που έχει γίνει από κάποιον, έργο των ίδιων των χεριών κάποιου … Dictionary of Greek
αὐτουργημάτων — αὐτούργημα a piece of one s own work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργήματα — αὐτούργημα a piece of one s own work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)